- φυτοφάγα
- (I)η, Νζωολ. άλλη ονομασία τού γένους μαγετιόλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytophaga].————————(II)τα, Νζωολ. βλ. φυτοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιμώνια — Φυτοφάγα έντομα της τάξης των κολεοπτέρων. Ζουν σε εύκρατα κλίματα, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Κατοικούν μέσα σε θάμνους ή κάτω από πέτρες. Τo μήκος του σώματός τους φτάνει περίπου το 1 εκ., αν και επισημάνθηκαν μερικές περιπτώσεις που το… … Dictionary of Greek
άδοξα — Φυτοφάγα κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των χρυσομηλιδών. Ζουν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Είναι έντομα καταστρεπτικά για τη χλωρίδα, γιατί παρασιτούν σε διάφορα φυτά. Ένα από αυτά, o άδοξος των αμπελιών, κατατρώει τα φύλλα και τις… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
βιότοπος — Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός… … Dictionary of Greek
διπλόποδα — (diplopoda). Μία από τις δύο υφομοταξίες στις οποίες διαιρείται η ομοταξία των μυριαπόδων. Περιλαμβάνει τα γένη που είναι γνωστά με την ονομασία πολυπόδια (π.χ. τους ιούλους, τις γλυμερίδες, τους πολυδέσμους κ.ά.). Tα δ. έχουν κυλινδρικό,… … Dictionary of Greek
φυτοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυτοφάγος άτομο που τρέφεται κυρίως με λαχανικά και χορταρικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυτοφάγα ζωολ. α) ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως … Dictionary of Greek
βοσκότοπος — Μικρή ή μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, με ποώδη φυτική κάλυψη, που χρησιμοποιείται από τα οικόσιτα ή νομαδικά φυτοφάγα ζώα. Ονομάζεται επίσης και βοσκή. Οι φυσικοί β. διαμορφώνονται είτε σε ειδικές συνθήκες, όπως αυτές που προκαλούνται από το… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek